- κορίζιον
- κορίζιον, τὸ (Μ)το φυτό κορίανδρο.[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. τού κορίδιον με σημ. «κορίανδρο» ή ίσως και εσφ. γρφ. τού ίδιου].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
νεφρικός — ή, ό (ΑΜ νεφρικός, ή, όν) [νεφρός] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους νεφρούς νεοελλ. φρ. α) «νεφρική ανεπάρκεια» ιατρ. παθολογική κατάσταση κατά την οποία οι νεφροί δεν μπορούν να απεκκρίνουν από τον οργανισμό όλες τις τοξικές ουσίες που… … Dictionary of Greek